- κατιών, -ιούσα, -ιόν
- αρχαία μετοχή, αυτός που κατεβαίνει, καθοδικός· χρησιμοποιείται και τώρα σε ειδικές φράσεις, όπως οι «κατιόντες συγγενείς», με την έννοια των απογόνων που προέρχονται από κάποιο πρόσωπο, «κατιούσα κλίμακα», που σημαίνει την κλίμακα που οι φθόγγοι της βαίνουν από τον οξύτερο προς το βαρύτερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.